or
Αγγλικά (en)
Σύνδεσμος
or (en)
Βασκικά (eu)
Ουσιαστικό
or (eu)
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- or < Πρότυπο:ετυμ la aurum
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
or | ors |
or (fr) αρσενικό
- ο χρυσός
- (μεταφορικά) ο πλούτος, ο « χρυσός »
- l'or blanc - το χιόνι για τις χιονοδρομικές εγκαταστάσεις
- l'or noir - ο μαύρος χρυσός (το πετρέλαιο)
- l'or rouge - η ηλιακή ενέργεια
- l'or vert - ο πλούτος που προέρχεται από τη γεωργία ή από την πώληση καλλιεργήσιμων εδαφών
- Πρότυπο:εραλδ ένα από τα δύο εραλδικά χρώματα που παριστάνεται συμβατικά με τελείες