Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γουσταύος Β΄ Αδόλφος της Σουηδίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτή είναι μια παλιά έκδοση της σελίδας, όπως διαμορφώθηκε από τον Ignoto (συζήτηση | συνεισφορές) στις 23:37, 4 Ιουνίου 2016. Μπορεί να διαφέρει σημαντικά από την τρέχουσα έκδοση.
Γουσταύος Β' Αδόλφος
Βασιλιάς της Σουηδίας
Περίοδος16111632
ΠροκάτοχοςΚάρολος Θ' Βάσα
ΔιάδοχοςΧριστίνα Βάσα
Γέννηση4 Δεκεμβρίου 1594
κάστρο Τρε Κρόνορ, Σουηδία
Θάνατος6 Νοεμβρίου 1632,
Λούτσεν, Σαξωνία
ΣύζυγοςΜαρία-Ελεονώρα Χοενζόλλερν
ΕπίγονοιΧριστίνα Βάσα
ΟίκοςΟίκος των Βάσα
ΠατέραςΚάρολος Θ΄ της Σουηδίας
ΜητέραΧριστίνα Χολστάιν-Γκότορπ
ΘρησκείαΛουθηρανός
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Γουσταύος Β' Αδόλφος (σουηδικά Gustav II Adolf, 9 Δεκεμβρίου 1594 – 6 Νοεμβρίου 1632 κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο) ήταν βασιλιάς της Σουηδίας από το 1611 μέχρι το 1632. Ήταν ο θεμελιωτής της σουηδικής ισχύος και αυτός που καθιέρωσε την Σουδία ως μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη κατά τον 17ο αιώνα.

Γνωστός με τα προσωνύμια «Ο Χρυσός Βασιλιάς» και «Ο Λέων του Βορρά», φρόντισε για την διοίκηση και την οικονομία του κράτους αλλά πρωτίστως θεωρείται στρατιωτική ιδιοφυΐα, άριστος οργανωτής και ανανεωτής της στρατιωτικής τέχνης. Ένθερμος Λουθηρανός, συμμετέσχε στον Τριακονταετή Πόλεμο εισβάλλοντας στην Γερμανία για την άμυνα αλλά και την επέκταση της Σουηδίας και για την προάσπιση του Προτεσταντισμού. Νίκησε σε όλες σχεδόν τις μάχες που διεξήγαγε έχοντας αντιμέτωπους μεγάλους στρατηγούς, και σκοτώθηκε στην μάχη του Λούτσεν το 1642.

Καταγωγή, ανατροφή και ανάρρηση

Ο Γουσταύος Αδόλφος γεννήθηκε στην Στοκχόλμη το 1594 και ήταν γιός του Καρόλου Θ΄ της Σουηδίας και της Χριστίνας του Χολστάιν-Γκόττορπ. Την εποχή εκείνη βασιλιάς της Σουηδίας ήταν ο εξάδελφός του Σιγισμούνδος που διέμενε στην Πολωνία, της οποίας επίσης ήταν βασιλιάς ως Σιγισμούνδος Γ΄, ενώ ο πατέρας του Κάρολος, ως δούκας της Σαίντερμανλαντ, ήταν αντιβασιλεύς στην Σουηδία. Ο Σιγισμούνδος προσπάθησε να επιβάλει τον Καθολικισμό στην αυστηρά λουθηρανική Σουηδία, αποκρούστηκε από τον Κάρολο και καθαιρέθηκε από τον σουηδικό θρόνο το 1599. Το 1607 ο δούκας Κάρολος έγινε Κάρολος Θ΄. Πέθανε το 1611, ενώ είχε ήδη αρχίσει ο πόλεμος με την Δανία που προσπαθούσε να εμποδίσει την έξοδο της Σουηδίας στην Βόρειο Θάλασσα.

Ο Γουσταύος μεγάλωσε με μητρικές γλώσσες την Σουηδική και την Γερμανική και πήρε προτεσταντική ανατροφή. Έμαθε και αρκετές άλλες γλώσσες, γνώρισε τους κλασσικούς συγγραφείς και σε ηλικία εννέα ετών παραβρισκόταν στις συνελεύσεις του Ρίκσταγκ (της σουηδικής Δίαιτας). Στα δεκατρία του δεχόταν πρεσβευτές, στα δεκαπέντε κυβερνούσε μιαν επαρχία και δεκαέξι χρόνων έγινε βασιλιάς. Φέρεται να είχε όλα τα σωματικά, ψυχικά και πνευματικά χαρίσματα, και επί πλέον μεγάλη δημοτικότητα. Γιοι ευγενών που ο πατέρας του εκτέλεσε ως προδότες, έρχονταν να του προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.

Οι «εκ κληρονομίας» πόλεμοι : του Κάλμαρ, της Ινγκρίας και Πολωνικός

Αν και φιλοπόλεμος, ο Γουσταύος τερμάτισε τον πόλεμο με την Δανία (Πόλεμος του Κάλμαρ), πληρώνοντας ένα εκατομμύριο τάλληρα για την ελεύθερη διέλευση των στενών του Όρεσουντ (1613). Αυτό όμως από το οποίο ήθελε να απαλλάξει τους Σουηδούς, το επέβαλε στους Ρώσους γιατί διείδε τον κίνδυνο που θα διέτρεχε η Σουηδία από μιαν ισχυρή Ρωσία. Τόσο με πολεμικές επιχειρήσεις (Πόλεμος της Ινγκρίας) όσο και με διπλωματικές ενέργειες, απέκτησε τον έλεγχο της Λιβονίας, Εσθονίας και Ινγκρίας (όπου σήμερα η Αγία Πετρούπολη) και απέκλεισε την Ρωσία τελείως από την Βαλτική για εκατό περίπου χρόνια, καυχώμενος ότι χωρίς την σουηδική άδεια η Ρωσία δεν μπορούσε να ρίξει ούτε μια βάρκα στην Βαλτική (1617).

Τελευταίος «εκ κληρονομίας» πόλεμος ήταν αυτός κατά της Πολωνίας, η οποία αποτελούσε τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την Σουηδία και για τον Γουσταύο προσωπικά. Ο Σιγισμούνδος Γ΄ ήταν ακόμη βασιλιάς της Πολωνίας, διεκδικούσε τον θρόνο της Σουηδίας και ήταν απειλή για τον προτεσταντισμό της. Το 1621 ο Γουσταύος κατέλαβε την Ρίγα, που ήταν μεγάλο εξαγωγικό λιμάνι των Πολωνών. Το 1625 κατέλαβε το Ντόρπατ (σημ.Τάρτου), έθεσε υπό πλήρη έλεγχον την Λιβονία και απέκλεισε τελείως την Λιθουανία από την Βαλτική. Τον επόμενο χρόνο νίκησε στις μάχες του Βάλχοφ και του Μέβε, κατέλαβε την Ανατολική και την Δυτική Πρωσσία, που ήταν τότε τιμάρια του πολωνικού στέμματος, τις έκανε επαρχίες της Σουηδίας, έδιωξε τους Ιησουίτες και επέβαλε τον Λουθηρανισμό. Στις επιχειρήσεις αυτές τραυματίστηκε δύο φορές.

Η οργάνωση του κράτους

Το πρώτιστο μέλημα του Γουσταύου ήταν ο στρατός. Φρόντισε για το φρόνημα και την πειθαρχία και χρησιμοποίησε τον Λουθηρανισμό ως μέσον εξύψωσης του ηθικού του. Εμπνευσμένος από την πολεμική τέχνη του κυβερνήτη της Ολλανδίας Μαυρίκιου του Νασσάου, εφήρμοσε νέες μεθόδους τακτικής με ευέλικτους σχηματισμούς και συνδυασμένη χρήση πεζικού, ιππικού και πυροβολικού, το οποίο βελτίωσε σημαντικά προσδίδοντάς του κινητικότητα κατά την μάχη.

Αν και παραχώρησε υπερβολικά οικονομικά προνόμια στους ευγενείς –προφανώς για να εξασφαλίσει την αφοσίωσή τους– σταθεροποίησε την οικονομία, αναδιοργάνωσε τα δικαστήρια, φρόντισε για τα νοσοκομεία και την περίθαλψη των φτωχών. Ίδρυσε σχολεία και το Πανεπιστήμιο του Ντόρπατ και προικοδότησε πλουσιοπάροχα το Πανεπιστήμιο της Ουψάλας. Έδωσε μεγάλη σημασία στην εκμετάλλευση μεταλλείων και στην μεταλλουργία γιατί αυτά του έδιναν την δυνατότητα να κατασκευάζει τα όπλα που ήθελε, και παραχώρησε μονοπώλια για να προαγάγει το εμπόριο και την οικονομική ανάπτυξη. Διηύθυνε και ήλεγχε τα πάντα. Εξουθενωμένος από τη ακαταπόνητη αυτή δραστηριότητα του βασιλιά, ο στενότερος συνεργάτης του, ο καγκελάριος κόμης Άξελ Οξενστιέρνα, γνωστός για την μεγάλη του ψυχραιμία ακόμη και στις πιο κρίσιμες στιγμές, τον παρακάλεσε να ηρεμήσει λίγο. «Αν είμασταν όλοι ψυχροί όπως εσείς» απάντησε ο Γουσταύος «θα παγώναμε». «Αν είμασταν όλοι τόσο θερμοί όπως η Μεγαλειότης σας, θα καιγόμασταν».

Ο τελευταίος πόλεμος

Το 1618 είχε ξεσπάσει στα στα εδάφη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (σημερινής Γερμανίας) ο Τριακονταετής Πόλεμος μεταξύ καθολικών και διαμαρτυρομένων ηγεμόνων, με συμμετοχή και άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, της Γαλλίας, Ισπανίας, Δανίας, Ολλανδίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1620, οι προτεστάντες ήταν σε δύσκολη θέση : Ο Τίλλυ τους είχε νικήσει στην Βοημία και στο Παλατινάτο κι ο Βάλλενσταϊν σάρωνε την βόρεια Γερμανία καταλαμβάνοντας μέγα μέρος της λουθηρανικής Δανίας και διαλύοντας τις προτεσταντικές συμμαχίες.

Οι επιτυχείς αγώνες του Γουσταύου στην Βαλτική υπέρ (και) του Προτεσταντισμού τον είχαν καταστήσει τον αναμενόμενο σωτήρα του. Έβλεπε άλλωστε ότι μετά την Δανία ερχόταν η σειρά του. Η καθολική Αυστρία και η σύμμαχός της καθολική Πολωνία του Σιγισμούνδου απειλούσαν ευθέως την ανεξαρτησία και την θρησκεία της Σουηδίας.

Ο Γουσταύος αποφάσισε. Δήλωσε ότι «όλοι οι πόλεμοι στην Ευρώπη είναι αλληλένδετοι» και ζήτησε από το Ρίκσταγκ να εγκρίνει την είσοδο της Σουηδίας στον μεγάλο ευρωπαϊκό πόλεμο γιατί οι Αψβούργοι και ο Καθολικισμός έβγαιναν ήδη στις βόρειες θάλασσες. Η κυριαρχία της Σουηδίας στην Βαλτική κινδύνευε. Ο Λουθηρανισμός απειλούνταν.

Το Ρίκσταγκ ενέκρινε και ψήφισε τις απαραίτητες πιστώσεις. Ο λαός ανταποκρίθηκε. Ο Ρισελιέ μεσολάβησε και η Πολωνία δέχθηκε εξαετή ανακωχή. Οι προετοιμασίες κράτησαν εννέα μήνες. Όταν τελείωσαν μίλησε στο Ρίκσταγκ για τελευταία φορά αποχαιρετώντας την Σουηδία και στις 26 Ιουνίου 1630 αποβιβάστηκε στην Πομερανία.

Ο Λέων του Βορρά

Μέχρι το τέλος του 1630 ο Γουσταύος παρέμεινε στην Πομερανία, περιμένοντας ενισχύσεις, εδραιώνοντας την θέση του και στερεώνοντας τις συμμαχίες του. Έφτασε να έχει τελικά 40.000 άντρες, πειθαρχημένους, καλά οπλισμένους με νέου τύπου μουσκέτα και αφοσιωμένους στον ηγέτη τους. Είχε βέβαια και το πολύ αποτελεσματικό πυροβολικό του.

Τον Ιανουάριο του 1631 Γαλλία και Σουηδία υπέγραψαν συμφωνία : ο Ρισελιέ αναλάμβανε να καταβάλλει 400.000 τάλληρα κατ’ έτος επί πέντε χρόνια κι ο Γουσταύος να συγκεντρώσει στράτευμα 100.000 ανδρών κατά των αυτοκρατορικών. Δεν μπορούσε το ένα μέρος να συνάψει ειρήνη χωρίς την συγκατάθεση του άλλου. Και ο Γουσταύος δεν θα εμπόδιζε την καθολική λατρεία στα εδάφη που θα κατελάμβανε. Αλλά ούτως ή άλλως, ο Γουσταύος απαγόρευε τους διά της βίας προσηλυτισμούς.

Τον Απρίλιο ο Γουσταύος άφησε το προγεφύρωμά του της Πομερανίας, μπήκε στο Βρανδεμβούργο και κατέλαβε την Φραγκφούρτη επί του Όντερ, θέση στρατηγική. Η εκ 2.000 ανδρών φρουρά εσφάγη και η πόλη λεηλατήθηκε. Σημειωτέον ότι τακτική του Γουσταύου ήταν να διατρέφεται ο στρατός του από τα προϊόντα του κατακτημένου τόπου. Κατά τα άλλα το στράτευμα ήταν πειθαρχημένο, οι πόρνες απαγορεύονταν στο στρατόπεδο ενώ αι σύζυγοι επιτρέπονταν, πρωί και βράδυ κάθε σύνταγμα έκανε προσευχή και την Κυριακή άκουγε κήρυγμα.

Εναντίον του Γουσταύου οι καθολικοί ηγεμόνες έστειλαν τον περίφημο στρατηγό Τίλλυ. Είχαν την πρώτη επαφή στις 22 Ιουλίου στο Βέρμπεν του Βρανδεμβούργου. Ο Τίλλυ αποκρούστηκε με σοβαρές απώλειες, αλλά δεν ήταν μια αποφασιστική νίκη για τον Γουσταύο.

Ακολούθησε η άλωση του Μαγδεβούργου από τους αυτοκρατορικούς υπό τον Τίλλυ και τον Πάππενχάιμ (Μάιος 1631). Εκτός από την φρουρά των 3.000, σφάχτηκαν και 17.000 από τις 36.000 των κατοίκων και η πόλη πυρπολήθηκε ολοσχερώς. Οι Σουηδοί εκμεταλλεύτηκαν επιδέξια αυτή την φοβερή καταστροφή γνωστοποιώντας την σε όλη την Ευρώπη. Οι προτεστάντες ηγέτες αφυπνίστηκαν. Ο εκλέκτορας του Βρανδεμβούργου και ο μονίμως αμφιρρέπων Ιωάννης Γεώργιος Α΄ της Σαξονίας συμμάχησαν με τον Γουσταύο.

Στις 17 Σεπτεμβρίου 1631, 41.000 Σουηδοί και Σάξονες νίκησαν τον εκ 35.000 ανδρών στρατό του Τίλλυ στο Μπράιτενφελντ κοντά στην Λειψία. Ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη των προτεσταντών στον πόλεμο, η πρώτη ήττα του Τίλλυ, και ο Γουσταύος Αδόλφος, πολεμώντας στο φονικότερο σημείο της μάχης, έγινε το σύμβολο του αγώνα τους. Οι επινοήσεις του, οι τροποποιήσεις του και η τακτική του δικαιώθηκαν πλήρως. Το Μεκλεμβούργο, που είχε καταληφθεί από τον Βάλλενσταϊν, ανακατελήφθη και τα γερμανικά κράτη άρχισαν να προσχωρούν στον Γουσταύο που σε λίγο κατείχε όλη την βόρειο Γερμανία. Το Νοέμβριο ο Ιωάννης Γεώργιος της Σαξονίας μπήκε στην Πράγα χωρίς μάχη.

Στις 15 Απριλίου 1632 η τακτική του Γουσταύου θριάμβευσε και πάλι. Νίκησε για δεύτερη φορά τον Τίλλυ, στην μάχη του Ράιν αμ Λεχ, στην Βαυαρία. Ο Τίλλυ τραυματίστηκε θανάσιμα και πέθανε σε λίγες μέρες σε ηλικία εβδομήντα τριών χρόνων. Τον Μάιο ο Γουσταύος κατέλαβε το Μόναχο. Είχε φτάσει μέχρι τις Άλπεις και η απειλή κατά της Βιέννης ήταν άμεση.

Τον ίδιο καιρό ο Βάλλενσταϊν ανέλαβε και πάλι την ηγεσία των αυτοκρατορικών δυνάμεων. Είχε απομακρυνθεί στα τέλη του 1630 λόγω υπερφίαλης συμπεριφοράς και επειδή οι καθολικοί ηγεμόνες θεώρησαν ότι η δράση του ενίσχυε υπέρμετρα την δύναμη του αυτοκράτορα. Τώρα όμως που ο Γουσταύος προήλαυνε ασυγκράτητος, αναγκάστηκαν να τον ανακαλέσουν.

Όλο το καλοκαίρι του 1632 ο Βάλλενσταϊν συγκέντρωνε στρατό και συμμάχους. Απέσπασε από τον Γουσταύο τον Ιωάννη Γεώργιο της Σαξονίας, του οποίου οι δυνάμεις επέστρεψαν στην Σαξονία, και ανακατέλαβε την Πράγα αμαχητί. Ένωσε ύστερα τις δυνάμεις του με αυτές του Μαξιμιλιανού της Βαυαρίας και τώρα βρέθηκε ο Γουσταύος σε δύσκολη θέση. Ο στρατός του υστερούσε αριθμητικά έναντι του αυτοκρατορικού και οι σύμμαχοί του δυσπιστούσαν, υποπτευόμενοι ότι ήθελε να γίνει αυτοκράτορας της Γερμανίας. Οι στρατιώτες του είχαν αποξενωθεί ακόμα και από τον προτεσταντικό πληθυσμό λεηλατούντες λόγω στερήσεων. Ήθελε να βαδίσει εναντίον της Βιέννης αλλά βλέποντας ότι τα πράγματα άλλαξαν, στράφηκε προς βορράν για να εμποδίσει τους Σάξονες να ενωθούν με τον Βάλλενσταϊν.

Τον Σεπτέμβριο του 1632 ο Γουσταύος είχε μιαν αποτυχία όταν επιτέθηκε εναντίον μιας οχυρωμένης θέσης του Βάλλενσταϊν στο εγκαταλειμμένο φρούριο Άλτε Βέστε, και αποκρούστηκε με σοβαρές απώλειες. Συνειδητοποιώντας ότι τώρα πια βρισκόταν σε μειονεκτική θέση, έγραψε στον Οξενστιέρνα να συνεχίσει αυτός, αν χρειαστεί, να κυβερνά την Σουηδία και να διευθύνει τον πόλεμο. Στην Ερφούρτη αποχαιρέτησε την σύζυγό του.

Στις 6 Νοεμβρίου 1632, στο Λούτσεν κοντά στην Λειψία, ο Γουσταύος με 25.000 Σουηδούς και Γερμανούς προτεστάντες αντιμετώπισε τον Βάλλενσταϊν με 40.000 άντρες. Η μάχη άρχισε στις 11.00 και διήρκεσε μέχρι το βράδυ με πολλές μεταπτώσεις. Προ της ορμής των Σουηδών ο Βάλλενσταϊν αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ο Πάππενχάιμ συγκράτησε την υποχώρηση και αντεπιτέθηκε αλλά τραυματίστηκε θανάσιμα. Στις 13.00 περίπου ο Γουσταύος βλέποντας ρήγμα σ’ ένα σημείο της παράταξής του, όρμησε επί κεφαλής ενός συντάγματος ιππικού. Λόγω της πολύ πυκνής ομίχλης που επικρατούσε και του καπνού της μάχης, αποκόπηκε από τους άντρες του. Μια σφαίρα του συνέτριψε τον αριστερό πήχυ και ταυτόχρονα τραυματίστηκε και το άλογό του, που ακυβέρνητο πια τον έφερε πίσω από τις εχθρικές γραμμές. Μια άλλη σφαίρα τον χτύπησε στα νώτα καθώς ένα παλιό του τραύμα δεν του επέτρεπε να φορά βαριά πανοπλία. Έπεσε από το άλογο και αυτοκρατορικοί θωρακοφόροι τον διαπέρασαν με τα ξίφη τους. Μια πιστολιά στον κρόταφο τον αποτελείωσε. Ήταν τριάντα επτά χρόνων.

Τα μετέπειτα

-Στις τρεις το απόγευμα την αρχηγία των προτεσταντών ανέλαβε ο επί κεφαλής της αριστερής πτέρυγας δούκας Βερνάρδος της Σαξονίας-Βαϊμάρης και η μάχη συνεχίστηκε με τρομερές απώλειες εκατέρωθεν. Το σούρουπο οι Σουηδοί και οι σύμμαχοί τους (που κατά την πιθανότερη εκδοχή είχαν μάθει τον θάνατο του βασιλιά και είχαν εξαγριωθεί) αιχμαλώτισαν το πυροβολικό του Βάλλενσταϊν. Τα κανόνια του στράφηκαν τώρα εναντίον των αυτοκρατορικών που έσπευσαν να αποσυρθούν εκτός ακτίνας βολής και άφησαν έτσι τους προτεστάντες κυρίους του πεδίου της μάχης και του σώματος του Γουσταύου. Ο Βάλλενσταϊν διέταξε υποχώρηση στην Λειψία.

-Τον Γουσταύο διαδέχθηκε στον θρόνο η τετράχρονη κόρη του από την Μαρία Ελεωνόρα του Βρανδεμβούργου, η περίφημη Βασίλισσα Χριστίνα. Ο Οξενστιέρνα ανέλαβε την αντιβασιλεία, κυβέρνησε την Σουηδία και διηύθυνε τον πόλεμο, στον οποίο η Σουηδία συμμετείχε ώς το τέλος. Το 1635 υπέγραψε με τον Ρισελιέ την Συνθήκη της Κομπιένης με την οποία η Γαλλία εισερχόταν πλήρως στον πόλεμο. Το 1642 ο Λένναρτ Τόρστενσον κατήγαγε συντριπτική νίκη επί των καθολικών στην δεύτερη μάχη του Μπράιτενφελντ και το 1645 έφτασε σχεδόν προ των πυλών της Βιέννης. Τον ίδιο χρόνο ο κόμης φον Καίνιγκσμαρκ εισέβαλε στην Σαξονία και την ανάγκασε να εγκαταλείψει το αυτοκρατορικό στρατόπεδο. Με την Ειρήνη της Βεστφαλίας (1648), που υπογράφηκε ενώ ο Καίνιγκσμαρκ πολιορκούσε την Πράγα, η Σουηδία πήρε ως πολεμική αποζημίωση πέντε εκατομμύρια τάλληρα, την δυτική Πομερανία, το Βίσμαρ και ορισμένες επισκοπές, καταλαμβάνοντας έτσι έδρα στην αυτοκρατορική Δίαιτα κι έχοντας λόγο στις γερμανικές υποθέσεις.

Η σαρκοφάγος του Γουσταύου στην Riddarholmskyrkan της Στοκχόλμης

-Οι Σουηδοί βρήκαν το σώμα του Γουσταύου μία ή δύο ώρες μετά τον θάνατό του διάτρητο από σφαίρες και σπαθισμούς και απογυμνωμένο από τα ρούχα και τα διάσημά του. Ταριχεύτηκε στο Βάισενφέλς της Σαξονίας και ακολούθησε ένα μακρύ ταξίδι μέχρι τις 22 Ιουνίου 1634, οπότε τάφηκε στην εκκλησία του Ρίνταρχολμ (Riddarholmskyrkan) της Στοκχόλμης, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.

Εκτίμηση

Ο Γουσταύος Αδόλφος θεωρείται στρατιωτική ιδιοφυΐα και ο «πατέρας του σύγχρονου πολέμου». Εισήγαγε τις συνδυασμένες κινήσεις όλων των όπλων, την χρήση κινητού πυροβολικού και τις πολύ επιθετικές τακτικές κινήσεις. Μείωσε κατά πολύ το βάθος των σχηματισμών του –σε πέντε ή έξι γράμμες μόνο– και τους προσέδωσε μεγάλη ευελιξία. Οι διάφορες μονάδες του δεν είχαν αυστηρά καθορισμένα καθήκοντα : στην πρώτη μάχη του Μπράιτενφελντ και στο Λούτσεν, τα τμήματα εφόδου (ιππικό και πεζικό) ήταν σε θέση να χειριστούυν τα πυροβόλα του εχθρού που αιχμαλώτισαν. Ο Κλάουζεβιτς στο «Περί Πολέμου» του (Vom Kriege, κεφ. V) τοποθετεί τον Γουσταύο δίπλα στους Αλέξανδρο, Καίσαρα, Φρειδερίκο Μεγάλο και Ναπολέοντα. Παρόμοια ήταν και η γνώμη του τελευταίου.

Οι πόλεμοί του κατέστησαν την Σουηδία κυριάρχη δύναμη στην Βαλτική για τα επόμενα εκατό χρόνια. Δεν μπορεί να είναι κάποιος βέβαιος για το κατά πόσον ο θρησκευτικός του ζήλος υπερίσχυε των κατακτητικών του διαθέσεων, ή αν αγωνιζόταν για την άμυνα της Σουηδίας και του Προτεσταντισμού και όχι για την κατάκτηση του στέμματος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το βέβαιο είναι ότι θεμελίωσε μια σουηδική αυτοκρατορία και συνετέλεσε τα μέγιστα στην διατήρηση του Προτεσταντισμού. Πέθανε μόλις τριάντα επτά χρόνων και συνεπώς γεννώνται και εδώ τα γνωστά «αν» της Ιστορίας.

Λίγο μετά τον θάνατό του, τον Φεβρουάριο του 1633, το σουηδικό Ρίκσταγκ τον ανακήρυξε Μέγα (Gustaf Adolf den Store, λατιν. Gustavus Adolphus Magnus).

Η μέρα του θανάτου του (Gustav Adolfsdagen - 6 Νοεμβρίου με το Ιουλιανό ημερολόγιο) είναι εθνική γιορτή στην Σουηδία και γιορτάζεται επίσης στην Φινλανδία και στην Εσθονία.

Η έκφραση Lützendimma (ομίχλη του Λούτσεν) χρησιμοποιείται ακόμη στην Σουηδία για την πολύ πυκνή ομόχλη.


Βιβλιογραφία

  • Ahnlund, Nils, Gustav Adolf the Great, trans. Michael Roberts., Princeton, 1940.
  • Brzezinski, Richard, The Army of Gustavus Adolphus. Osprey Publishing (1993). ISBN 1-85532-350-8.
  • Earle, E.M. ed. Makers of Modern Strategy: Military Thought from Machiavelli to Hitler, 1948.
  • Nordstrom, Byron J. "Gustavus II Adolphus (Sweden) (1594–1632; Ruled 1611–1632)" Encyclopedia of the Early Modern World: Europe, 1450 to 1789, 2004.
  • Ringmar, Erik. Identity, Interest and Action: A Cultural Explanation of Sweden's Intervention in the Thirty Years' War. Cambridge, 1996.
  • Roberts, Michael. Gustavus Adolphus, A History of Sweden 1611–1632 (two volumes) London: Longmans, Green, 1953–1958.
  • Roberts, Michael (1992). Gustavus Adolphus. Profiles in Power (2nd ed.). London: Longman. ISBN 0582090008.
  • Roberts, Michael. Gustavus Adolphus and the Rise of Sweden London: English Universities Press, 1973.
  • Roberts, Michael. The Military Revolution 1560–1660, Belfast: M. Boyd, 1956.
  • Roberts, Michael. Sweden as a great power 1611–1697 London: St. Martin's Press, 1968.
  • Karl Wittich (1879), "Gustav II. Adolf", Allgemeine Deutsche Biographie (ADB) (in German) 10, Leipzig: Duncker & Humblot, pp. 189–212