formulate

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 13:32, 24 Φεβρουαρίου 2020 από τον Stepanps (συζήτηση | συνεισφορές) (→‎{{συγγενικά}})
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

formulate (en)

  1. διατυπώνω, εκφράζω
  2. μεθοδεύω, καταστρώνω μεθοδικά σχέδιο επίλυσης-διαχείρισης

Συγγενικά

[επεξεργασία]