abroad
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
abroad < μέση αγγλική abrood < a- + brood
Επίρρημα
abroad (en) (χωρίς παραθετικά)
- στο εξωτερικό
abroad < μέση αγγλική abrood < a- + brood
abroad (en) (χωρίς παραθετικά)