gavrã
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρωμουνικά (βλάχικα) (roa-rup)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- gavrã < δημώδης λατινική *cavula < λατινική cavus
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gavrã θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]- guvã (τρύπα)