δοξολογώ

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 12:50, 29 Ιανουαρίου 2022 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (PAWS - συντήρηση: αφαίρεση μτφ-μέση από τις Μεταφράσεις)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δοξολογῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δοξολογώ < (ελληνιστική κοινήδοξολογέω / δοξολογῶ < αρχαία ελληνική δόξα + λέγω

δοξολογώ (παθητική φωνή: δοξολογούμαι)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]