droop

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 00:00, 29 Μαΐου 2023 από τον Stephilippou (συζήτηση | συνεισφορές)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας droop
γ΄ ενικό ενεστώτα droops
αόριστος drooped
παθητική μετοχή drooped
ενεργητική μετοχή drooping

droop (en)

  • (αμετάβατο) πέφτω, κρεμιέμαι σε ιδιαίτερο σημείο
    Her hair drooped to her waist.
    Τα μαλλιά της έπεφταν στη μέση της.
    The curtain droops to the floor.
    Η κουρτίνα έπεφτε ως το πάτωμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hang