ανοσοποιητικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανοσοποιητικό < ανοσοποιητικό σύστημα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική immune system)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανοσοποιητικό ουδέτερο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανοσοποιητικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ανοσοποιητικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ανοσοποιητικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ανοσοποιητικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)