affect

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
affect affects

affect (en)

ενεστώτας affect
γ΄ ενικό ενεστώτα affects
αόριστος affected
παθητική μετοχή affected
ενεργητική μετοχή affecting

affect (en)

  1. επηρεάζω, επιδρώ, προκαλώ αλλαγή σε κάποιον ή κάτι
    The climate affected his health.
    Το κλίμα επηρέασε την υγεία του.
    The new measures are negatively affecting the economy.
    Τα νέα μέτρα επιδρούν αρνητικά στην οικονομία.
  2. (συνήθως στην παθητική φωνή) προσβάλλω, για αρρώστια που προσβάλλει ένα μέρος του σώματος
    His lungs had been affected by cancer.
    Τα πνευμόνια του είχαν προσβληθεί από καρκίνο.
  3. (συνήθως στην παθητική φωνή) συγκινώ, κάνω κάποιον να αισθάνεται πολύ λυπημένος για κάποιον ή κάτι
    We are all deeply affected.
    Είμαστε όλοι βαθιά συγκινημένοι.
     συνώνυμα:  move και touch
  4. (επίσημο) προσποιούμαι κάτι
    He affected ignorance.
    Προσποιήθηκε άγνοια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pretend