efficiency

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
efficiency efficiencies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

efficiency (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η αποδοτικότητα, η απόδοση, η ιδιότητα του αποδοτικού
    We have reached a high degree of efficiency.
    Φτάσαμε σε υψηλό βαθμό αποδοτικότητας.
    The efficiency of government services is bad.
    Η απόδοση των κρατικών υπηρεσιών είναι κακή.
  2. (μη μετρήσιμο) η απόδοση, η σχέση μεταξύ της ποσότητας ενέργειας που πηγαίνει σε μια μηχανή και της ποσότητας που αυτή παράγει
    thermal/mechanical efficiency - θερμική/μηχανική απόδοση
    total/mean efficiency - ολική/μέση απόδοση
  3. η γκαρσονιέρα, διαμέρισμα ενός δωματίου