βιντεοπροβολέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βιντεοπροβολέας (νεολογισμός) < βίντεο + προβολέας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική video projector
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vi.de.o.pɾo.voˈle.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐ντε‐ο‐προ‐βο‐λέ‐ας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βιντεοπροβολέας αρσενικό
- (τεχνολογία) (νεολογισμός) συσκευή που μπορεί να προβάλλει βίντεο σε μια επιφάνεια απέναντί της
- ※ Κυκλοφόρησε πρόσφατα τον βιντεοπροτζέκτορα, τεχνολογίας LED, ο οποίος είναι συνώνυμο της φορητότητας. Κατ' αρχάς γιατί ο συγκεκριμένος βιντεοπροβολέας ζυγίζει ελάχιστα, αφού το βάρος του δεν ξεπερνάει τα 210 γραμμάρια. (* εφημερίδα Καθημερινή)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βιντεοπροβολέας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αμφορέας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)