irritable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

irritable (en)



      ενικός         πληθυντικός  
irritable irritables

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.ʁi.tabl/

Επίθετο

[επεξεργασία]

irritable (fr) αρσενικό ή θηλυκό