mémé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: meme, même

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mémé mémés

mémé (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) γιαγιά
     συνώνυμα: mamé, mamie, mémère
  2. (μεταφορικά) γυναίκα κάποιας ηλικίας, χωρίς εκφραστικότητα ή γόητρο

Επίθετο

[επεξεργασία]

mémé (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο