neck
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
neck | necks |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]neck (en)
- (ανθρώπινο σώμα) ο λαιμός
- ↪ He craned his neck forward to see.
- Τέντωσε το λαιμό του μπροστά για να δει.
- ↪ He craned his neck forward to see.
- ο λαιμός ενός ζώου
- ↪ the giraffe with the short neck - η καμηλοπάρδαλη με τον κοντό λαιμό