occhio
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Ιταλικά (it)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Ιταλικά
(it)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
occhio >
λατινική
ŏcŭlus
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
occhio
(it)
(
ανατομία
)
μάτι
, αισθητήριο όργανο της όρασης
γαστρονομία
, το "μάτι" στο
τηγανιτό
αυγού
(
ιατρική
) προσθετικό μάτι λέγεται και "γυάλινο μάτι"
(
μετεωρολογία
) το μάτι ενός
κυκλώνα
Κατηγορίες
:
Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ιταλικά)
Λήμματα με ήχο στην προφορά (ιταλικά)
Ιταλική γλώσσα
Ουσιαστικά (ιταλικά)
Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
Ανατομία (ιταλικά)
Ιατρική (ιταλικά)
Μετεωρολογία (ιταλικά)
Κρυμμένη κατηγορία:
Pages using the Phonos extension
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Aragonés
Asturianu
Azərbaycanca
Brezhoneg
Català
Corsu
Čeština
Cymraeg
Deutsch
English
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Frysk
Galego
Magyar
Հայերեն
Interlingua
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Lëtzebuergesch
Lombard
ລາວ
Lietuvių
Latviešu
Malagasy
Македонски
Malti
Nederlands
Norsk
Occitan
Polski
Português
Română
Armãneashti
Русский
Sängö
Slovenčina
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
ไทย
Tagalog
Türkçe
Українська
Vèneto
中文
閩南語 / Bân-lâm-gú