sextuplé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: sextuple
      ενικός         πληθυντικός  
sextuplé sextuplés

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sextuplé (fr) αρσενικό

  • το ένα από τα έξι παιδιά που γεννήθηκαν ταυτόχρονα

Συγγενικά

[επεξεργασία]