vautour

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vautour vautours

vautour (fr) αρσενικό

  1. (πτηνό) o γύπας
  2. (μεταφορικά) ο άρπαγας