Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πολιορκία του Ακροκορίνθου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για την τοποθεσία, δείτε Ακροκόρινθος.
Πολιορκίες του Ακροκορίνθου (α΄ β΄και γ’)
Ελληνική Επανάσταση του 1821
Οι οχυρώσεις στον βράχο του Ακροκορίνθου
Χρονολογία(α) 23 Απριλίου 1821, (β) 14 Ιανουαρίου 1822 (γ) 26 Οκτωβρίου 1823
ΤόποςΑκροκόρινθος
Έκβασηνίκη των Ελλήνων
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
 
Απώλειες
 

Η Πολιορκία του Ακροκορίνθου ήταν πολεμική εμπλοκή της επανάστασης του 21 με νικηφόρα έκβαση για τους Έλληνες.

Οι πολιορκίες και η τελική απελευθέρωση του Ακροκορίνθου από τον τουρκικό ζυγό

Ο Μάρτης του 1821 βρίσκει την Κορινθία με διστακτικούς τους τοπικούς προεστούς να ηγηθούν του επαναστατικού αγώνα. Ο Σωτήρης Νοταράς και ο μητροπολίτης Κύριλλος, μαζί με τον Τούρκο τοπάρχη (ayan), τον πάμπλουτο Κιαμήλ Μπέη, έχουν πάει απ’ τις αρχές του μήνα στη σύσκεψη προυχόντων του Μοριά στην Τρίπολη, ύστερα από τη διαρροή της φήμης για επανάσταση των Ραγιάδων.

Η οικογένεια του Κιαμήλ Μπέη έχει κλειστεί για ασφάλεια στo κάστρο Ακροκορίνθου με αρκετή φρουρά και εφόδια και με εγγυητή όμηρο τον μικρότερο αδερφό του Σωτήρη Νοταρά, τον Αντρίκο. 

Το μούδιασμα του λαού και το κενό εξουσίας που παρουσιάστηκε στην Κορινθία, έρχεται, στις αρχές Απριλίου του ’21, να καλύψει με τη φλογερή του ορμή και με το επαναστατικό του πάθος ο Παπαφλέσσας. Οι Κορίνθιοι τον ακολουθούν και ξεσηκώνονται. Οι Τούρκοι εγκαταλείπουν τα αρχοντικά και τις περιουσίες τους και βρίσκουν καταφύγιο μέσα στο κάστρο, που το διοικεί η δυναμική μάνα του Κιαμήλ Μπέη, Νουρή Μπεγίνα.

Πρώτη Πολιορκία (Μη επιτυχημένη)

Οι εξεγερμένοι της Κορίνθου πολιορκούν στενά τον Ακροκόρινθο, πανηγυρίζοντας τη λευτεριά τους. Πρόκειται για την πρώτη πολιορκία του κάστρου από τις ελληνικές δυνάμεις, η οποία όμως δεν είχε επιτυχία.

Στις 22 Απριλίου 1821, ο Τούρκος σερασκέρης Κεχαγιάμπεης, σταλμένος από τον Κιουταχή, έρχεται με 5.000 στρατό από τα Δυτικά στη Βόχα, και από το Λέχαιο στέλνει μήνυμα στους πολιορκητές του κάστρου να προσκυνήσουν και να διαλυθούν. Το άλλο πρωί, 23 Απριλίου 1821, ο Παπαφλέσσας αποφασίζει την εγκατάλειψη της πόλης, αλλά πριν αποχωρήσουν οι δυνάμεις του, διατάζει τον Γιώργο Χελιώτη να βάλει φωτιά στο περίλαμπρο σεράγι του Κιαμήλ Μπέη και σε άλλα τουρκικά αρχοντικά. Η Νουρή Μπεγίνα βλέποντας από ψηλά να καίγεται το παλάτι της, διατάζει για αντίποινα να σκοτώσουν τον Αντρικό Νοταρά και να πετάξουν έξω από το κάστρο το νεκρό κορμί του.

Ο Κεχαγιάμπεης μπαίνει στην Κόρινθο ανενόχλητος, καίγοντας με τη σειρά του ελληνικά σπίτια και εκκλησίες. Αφήνει ενισχύσεις στους Τούρκους στο κάστρο και αναχωρεί για την Τρίπολη.

Δεύτερη Πολιορκία

Επιστρέφουν στην Κόρινθο οι Έλληνες στις αρχές του Μάη 1821 και ξεκινούν τη δεύτερη πολιορκία του Ακροκορίνθου. Επικεφαλής των πολιορκητών είναι ο Καλαβρυτινός Αναγνώστης Πετμεζάς και ο Υδραίος Κωστής Μεθενίτης. Τρία κανόνια, αγορασμένα με έρανο των Υδραίων Φιλικών, υπό τις διαταγές του Υδραίου καπετάνιου Δημήτρη Κριεζή, μεταφέρθηκαν στο απέναντι μικρό καστράκι (Μόντ Εσκουβέ, Πεντεσκούφι) κι έκαναν αρκετή ζημιά στους έγκλειστους του κάστρου.

Η πολιορκία περισφίγγεται, ώσπου οκτώ μήνες μετά οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν με συνθηκολόγηση που κανονίστηκε το πρωί της 14ης Ιανουαρίου του 1822.

Μετά την υπογραφή της συμφωνίας πήρε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης άνδρες από τα στρατιωτικά σώματα και με τη συνοδεία του επισκόπου Δαμαλών Ιωνά, του Φωτάκου, του Πετμεζά και άλλων έφτασε στη μεσημβρινή πύλη του Ακροκορίνθου. Εκεί τον υποδέχτηκαν οι Τούρκοι αγάδες με επικεφαλής τον φρούραρχο Ασλάν Μπέη, που του παρέδωσε τα κλειδιά του κάστρου, τονίζοντας τη φράση: «Χαλάλι σας! Χαλάλι σας!»

Ο Κολοκοτρώνης σταύρωσε τρεις φορές το πάνω μέρος της πύλης με την Ελληνική σημαία και βροντοφώναξε: «Εμπάτε, Έλληνες!» Κι ενώ ο επίσκοπος Ιωνάς καβάλα στο άλογό του ύψωνε το σταυρό και ευλογούσε τα μπαρουτοκαπνισμένα παλληκάρια και οι βράχοι αντιλαλούσαν από ζητωκραυγές και τουφεκιές, ο γέρος του Μοριά, σκαρφαλωμένος στο πιο ψηλό σημείο του Κάστρου, έστηνε την Ελληνική σημαία. Ήταν η γαλανόλευκη με το σταυρό, στο σχέδιο που μόλις πριν λίγες ημέρες είχε εγκρίνει η Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου και που για πρώτη φορά κυμάτιζε στον ελεύθερο ελληνικό ουρανό.

Όμως, ο Κολοκοτρώνης απομακρύνθηκε σκόπιμα από την Κόρινθο, και η λαμπρή αυτή επιτυχία των ελληνικών δυνάμεων αμαυρώθηκε στη συνέχεια από λαφυραγωγία και διαρπαγή του σημαντικού πλούτου που βρέθηκε στο κάστρο (και που σύμφωνα με το δίκαιο του πολέμου ανήκε στο ελληνικό δημόσιο, αφού η παράδοση είχε γίνει με συνθήκη κι όχι με έφοδο).

Το όργιο της λεηλασίας των λαφύρων ακολούθησε η καταρράκωση της συμφωνίας, που προέβλεπε την προστασία των Τούρκων και την ασφαλή διεκπεραίωσή τους σε τουρκικά εδάφη.

Από τους περίπου 600 που παραδόθηκαν, κανείς στο τέλος δεν επέζησε. Κατά τη μεταφορά τους ως στα πλοία που ήσαν στο Λουτράκι, υπέστησαν επιθέσεις από ομάδες ατάκτων, ληστεύτηκαν, γυναικόπαιδα αρπάχτηκαν και άντρες σφαγιάσθηκαν. Οι εναπομείναντες μπαρκαρίστηκαν σε δύο καράβια που: «κατά δυστυχίαν, τρικυμίας επιπεσούσης, εις την θάλασσαν επνίγησαν άπαντες». Αυτά γράφει ο ιστορικός Φραντζής, ενώ άλλοι αμφισβητούν το φυσικό φαινόμενο και αποδίδουν σε δόλο και σκοπιμότητα τον πνιγμό των άοπλων Τούρκων.

Την ίδια περίοδο (στις 17 Ιανουαρίου 1922) η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ορίζει την Κόρινθο ως έδρα της προσωρινής διοίκησης της Ελλάδας.

Πρόκειται για ιστορική τιμή που αξιώθηκε η Κόρινθος και που ίσχυσε ως τα τέλη Μαΐου του 1822, όταν η διχόνοια είχε αρχίσει να διαιρεί τους αγωνιστές και η φήμη της καθόδου προς τον νότο της στρατιάς του Δράμαλη παρέλυε τις πολεμικές τους αντιστάσεις. Κατάληψη του Ακροκορίνθου από τον Δράμαλη

Με την εμφάνιση του Δράμαλη στον Ισθμό, στις 6 Ιουλίου 1822, η Κόρινθος εγκαταλείπεται από τις ελληνικές δυνάμεις. Το εξωφρενικότερο είναι που εγκαταλείπεται απολέμητα ακόμα και το περιτείχιστο κάστρο της.

Ο φρούραρχος Ιάκωβος Θεοδωρίδης, παρά το ηχηρό προσωνύμιο που έφερε ως «Αχιλλέας», σαν είδε τη σκόνη που σήκωναν τα λεφούσια του τούρκικου στρατεύματος, δείλιασε, μάζεψε τους 150 άντρες που είχε στις διαταγές του και έφυγε από την Τενεατική πύλη (της Δραγονέρας). Προηγουμένως όμως σε συμφωνία μαζί του, ο οπλαρχηγός Δημήτρης Μπενάκης, ο υποφρούραρχος Διαμαντής Λαλάκας και ο ηγούμενος της μονής Φανερωμένης Παρθένιος Βλάχος, εκτελούν εν ψυχρώ τον Κιαμήλ Μπέη στον χώρο που τον κρατούσαν φυλακισμένο.

Την άλλη μέρα, 7 Ιουλίου 1822, ο Δράμαλης ανεβαίνει με επισημότητα στον Ακροκόρινθο ως ελευθερωτής. Του επιφυλάσσουν λαμπρή υποδοχή η χήρα και η μητέρα του Καμιήλ Μπέη ντυμένες με πολυτελέστατα πέπλα ανάμεσα σε πλούσια στολισμένες θεραπαινίδες και του αποκαλύπτουν ένα πηγάδι με κρυμμένα 40.000 πουγκιά γεμάτο χρυσά νομίσματα. Για να τιμήσει τη χήρα του Κιαμήλ Μπέη, την πανέμορφη Γκιούλ Χανούμ ο Δράμαλης, την παντρεύτηκε πάνω στον Ακροκόρινθο με ανατολίτικη μεγαλοπρέπεια. Και για ικανοποίηση του χθεσινού της πένθους, αντί άλλου μνημείου στη μνήμη του δολοφονημένου συζύγου της, διέταξε κι έχτισαν ζωντανούς στα τείχη τους καλύτερους Έλληνες που έσερνε αιχμαλώτους μαζί του από τη Ρούμελη και κρέμασε κατωκέφαλα δύο σεβάσμιους ιερείς.

Τέσσερις μόνο μέρες έμεινε στο κάστρο για να χαρεί το γάμο του ο Δράμαλης, και στις 12 Ιουλίου φεύγει περήφανος για την Τριπολιτσά, για να διαλύσει όπως πίστευε κι εκεί την Επανάσταση.

Είναι γνωστή η κατάληξη αυτής της εκστρατείας με τους 30.000 άντρες του, που στις 26 - 27 κι 28 Ιουλίου του 1822 έπαθε οικτρή καταστροφή στα στενά των Δερβενακίων (η νίλα του Δράμαλη).

Ταπεινωμένος και περιφρονημένος επιστρέφει και κλείνεται στον Ακροκόρινθο, όπου πεθαίνει λίγους μήνες αργότερα από μαρασμό, στις 8 Δεκεμβρίου 1822.

Οι 4.000 εναπομείναντες Τούρκοι της περίφημης στρατιάς του, αποδεκατίζονται λίγο αργότερα στη μάχη της Ακράτας και έτσι ο Κορινθιακός κάμπος ανασαίνει και πάλι ελεύθερος. Ο Ακροκόρινθος όμως παραμένει στα χέρια των Τούρκων.

Τρίτη Πολιορκία (η τελική)

Στον Ακροκόρινθο βρίσκονται 415 ταμπουρωμένοι Τουρκαλβανοί με αρχηγό τον Αλβανό Αβδουλάχ Μπέη.

Στις αρχές του 1823 ξεκινάει για τρίτη φορά πολιορκία του Ακροκορίνθου απ’ τις Ελληνικές επαναστατικές δυνάμεις. Η Εθνική Συνέλευση του Άστρους διορίζει αρχηγό της πολιορκίας τον νεαρό Κορίνθιο Ιωάννη Σωτ. Νοταρά. Τον Ιούνιο έρχεται συμπολεμιστής του και ο πορθητής του Παλαμηδιού, Στάικος Σταΐκόπουλος, ενώ τον Οκτώβρη, για να πιεστούν ακόμα περισσότερο τα πράγματα, διορίζεται από το Εκτελεστικό και ο Γενναίος Κολοκοτρώνης.

Όταν πια κάθε ελπίδα διαφυγής ή σωτηρίας απ’ έξω για τους έγκλειστους είχε αποκλειστεί, ένας Τούρκος αξιωματούχος του Ακροκορίνθου, ο Χαλήλ Αγάς, συναντήθηκε με τον  Στάικο Σταϊκόπουλο και υπέβαλε προτάσεις για την παράδοση του κάστρου. Ο κυριότερος όρος ήταν να παραδοθούν στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, γιατί μόνο αυτόν θεωρούσαν «μπεσαλή», ικανό να κρατήσει τον λόγο του και να μη σφαγούν οι αιχμάλωτοι.
Πραγματικά, η ελληνική πλευρά στέλνει τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη μαζί με τον Νικηταρά από το Εκτελεστικό και τους Νίκο Λουμάνη και Σωτηράκη Νοταρά από το Βουλευτικό, για να φροντίσουν τις λεπτομέρειες της παράδοσης. Μετά από επίμονες διαπραγματεύσεις ο φρούραρχος Αβδουλάχ Μπέης και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατέληξαν σε συμφωνία. 

Η συνθήκη παράδοσης υπογράφτηκε στις 19 Οκτωβρίου 1823, αλλά οι Τουρκαλβανοί άφησαν το Κάστρο στις 26 Οκτωβρίου, γιατί στο μεταξύ έγινε απογραφή των πραγμάτων που ήσαν μέσα και θα περιέρχονταν στους Έλληνες.

Το μεσημέρι της 26ης Οκτωβρίου 1823, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, 300 Τουρκαλβανοί και 60 γυναίκες εγκατέλειπαν τον Ακροκόρινθο στα χέρια των Ελλήνων.

Τους συνόδευαν ο Κολοκοτρώνης και ο Υψηλάντης μέχρι το Παλαιό Καλαμάκι, όπου και τους επιβίβασαν όλους σώους σε δύο πλοία Αυστριακά και σ’ ένα τρίτο με Ιόνιο σημαία... Με την αποχώρηση των Τούρκων άρχισε μεγάλο πανηγύρι πάνω στον Ακροκόρινθο, Έγινε αγιασμός και επίσημη δοξολογία από τον μητροπολίτη Κορίνθου Κύριλλο και τον επίσκοπο Δαμαλών Ιωνά.

Ο τόπος τριγύρω αντιλαλούσε από τις κανονιές και τις ζητωκραυγές και οι μπαρουτοκαπνισμένοι Έλληνες φιλούσαν ο ένας τον άλλον με δάκρυα χαράς. Οι ψησταριές με τα αρνιά έδιναν κι έπαιρναν. Φορτώματα κρασιού και ρετσινιού έφταναν κάθε λίγο από το Σοφικό και την Περαχώρα, ενώ χοροί, τραγούδια και λαϊκά όργανα δημιουργούσαν μιαν ατμόσφαιρα χαράς και πανηγυριού από το πρωί μέχρι το βράδυ.

Ο Ακροκόρινθος αστραποβολούσε από τις θεόρατες φλόγες των ρετσινιών και τις μπαταριές των όπλων που διαλαλούσαν το χαροποιό μήνυμα της νίκης και της λευτεριάς. Το πιο λαμπρό κάστρο του Μοριά, Το «Άστρον της Ελλάδος» ανάσαινε υπερήφανο προπύργιο ελευθερίας και εθνικής υπερηφάνειας.

Επιμέλεια κειμένου: Γιάννης Δ. Μπάρτζης, δρ.φ.

Βιβλιογραφικές πηγές:

Λάμπης Αποστολίδης, Η Κορινθία στην Επανάσταση του 1821

Ντίνος Διδασκάλου, Το Κάστρο της Κορίνθου

Γιάννης Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα