Αγιοδημητριάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Αγιοδημητριάτης αρσενικό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αγιοδημητριάτικα
- αγιοδημητριάτικο
- αγιοδημητριάτικος
- → δείτε τις λέξεις άγιος, Δημήτριος και Δήμητρα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Αγιοδημητριάτης
|