αβαθής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβαθής η αβαθής το αβαθές
      γενική του αβαθούς* της αβαθούς του αβαθούς
    αιτιατική τον αβαθή την αβαθή το αβαθές
     κλητική αβαθή(ς) αβαθής αβαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβαθείς οι αβαθείς τα αβαθή
      γενική των αβαθών των αβαθών των αβαθών
    αιτιατική τους αβαθείς τις αβαθείς τα αβαθή
     κλητική αβαθείς αβαθείς αβαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αβαθής < ελληνιστική κοινή ἀβαθής[1] < αρχαία ελληνική ἀ- (στερητικό) + βάθος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.vaˈθis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βα‐θής

Επίθετο

[επεξεργασία]

αβαθής, -ής, -ές

  1. που δεν έχει βάθος, ρηχός
    ο κόλπος αυτός είναι αβαθής, τα μεγάλα πλοία κινδυνεύουν να εξωκείλουν
  2. (μεταφορικά) επιφανειακός, επιπόλαιος
    είναι αβαθής, δεν μπορεί να μπει στην ουσία των πραγμάτων

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. αβαθήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)