αγρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγρεύω < αρχαία ελληνική ἀγρεύω < ἄγρα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈɣɾe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γρεύ‐ω

αγρεύω, αόρ.: άγρευσα, παθ.φωνή: αγρεύομαι, π.αόρ.: αγρεύθηκα, μτχ.π.π.: αγρευμένος

  1. κυνηγώ
  2. (μεταφορικά) υπονομεύω κάποιον να πέσει σε παγίδα, να έρθει προς εκμετάλλευση μου
  3. ψάχνω επίμονα

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη άγρα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]