νορβηγικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Νορβηγική γλώσσα
Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα νορβηγικά
      γενική των νορβηγικών
    αιτιατική τα νορβηγικά
     κλητική νορβηγικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
νορβηγικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου νορβηγικός στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νορβηγικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • κωδικός γλώσσας: no

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]

νορβηγικά < νορβηγικ(ός) +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

νορβηγικά

  • χρησιμοποιώντας τη νορβηγική γλώσσα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

νορβηγικά